| ||

Τα λιομαζώματα
Λιβάνι τάσσω του Χριστού και των αγιώ καντήλια,
να πέψει να καρπίσουνε οι λιανολιές κι οφέτος.
Να πάρω το σκεπάρνι μου να μπω στο δασονάρι
Να βρώ ντεμπλάκια λυγερά, κατσούνα λιοπρινένια,
Να πλέξω και μΆ αλυγαριά και σκίνο τα καλάθια,
Για να μοσκομυρίζουνε σαν τσΆ όμορφες μαζώχτρες.
Κι έχω λινάρι ασπάθιστο και λιάδια πολυεμένα,
Να βάλω νιους για το σπαθί και γράδες στο κλωσίδι
Και τσι μεσοκαιρίτισσες για τη λινοκορκίδα,
Να βάλω και την αγαπώ τσΆ ανάπλες να μου φάνει,
Όσο καιρό τσι διάζεται καλή αφορμή να βρίσκω
Να συχνοπηγαινοέρχομαι στΆ αργαστηριού το δόσμα.
Και σαν βραχούν τα λιόφυτα να σοδιαστεί το λάδι.
Και χωρατάδες και σκοπούς, κι ανιώματα και γέλια
Για νΆ αυγατίζει κι η δουλειά, να λένε συναλλήλως
Οι ραβδιστάδες οι καλοί με τσΆ αναπλογυρίστρες
Και κάθε αργά στο πόρτεγο χορό να τωσε βάνω...
Φραγκούλης Κωστής, Τα δίφορα, 1961 Ηράκλειο
Του ραβδιστή
Μια χήρα δεκαχτώ χρονώ του ραβδιστή τζη λέει:
- Τα κατσουνολοϊδια σου θα τα παραχρουσώσω,
Να κάμω ντέμπλες μάλαμα κατσούνες με τΆ ασήμι,
Και σένα ολόχρυσο σκουτί και τσόχινο τακίμι.
Γιατί οντέ βγεις στη λιανολιά να τη μορφοραβδίσεις,
Ρίχνεις την πάσα κατσουνιά βροχή μαργαριτάρια!
Με κάθε ξιπολόϊσμα καρύδια με το μέλι.
Κι όντο δα στέσεις ποταμό τσΆ ελιές να μου λιχνίσεις,
Πετάς με κάθε χαχαλιά τση πόλης τα πετράδια.
Κι οντέ κινήσει η φάμπρικα κι η πέτρα να γυρίζει
Και παλαμίζεις τον καρπό και σφίγγεις – ω χαρώ σε!
Δρώνει τΆ αρδάχτι που βαστάς κι η μανιβέλα τρίζει
Το πλακωτάρι σε δειλιά κι ο μποτζαργάτης τρέμει
Και χοχλακά ανεβάλλουσα το λάδι στη τζισβέρα.
Φραγκούλης Κωστής, Τα δίφορα, 1961 Ηράκλειο