| ||
Ξάργητα που ‘χουν οι ελιές και παδημή περίσσια!
Ανάπλες στρώνανε βαρές πως τσι μετακινούσαν;
Ολότελα με τη βροχή μολύβι καταντούσαν.
Δεν είχαν ούτε πλαστικά ραβδιά, κατσούνες μόνο
Και ντέμπλες για να φτάνουνε κάθε μεγάλο κλώνο.
Τα δέντρα τα κλαδεύανε, αρά και η καθόλου
Κι εθώργιες κλώνουν πέντε οργιές, γκρεμίστρες του διαόλου
Οι άντρες βγαίνουνε εκειά και το γυναικολόι
Έστρωναν και ξεστρώνανε κάναν το ξυπολόι
Άμα κι οι γέροι μάζωναν ομάδι με τ’ αγγόνια
Όλους τσι θέλαν οι ελιές κειανά τα έρμα χρόνια.
Κι αν όταν τσι λιχνούσανε πέφτανε σε μπονάτσα
Ο «ποταμός» τους ήκοβγε γόνατα, μέση, μπράτσα...
Μα το πολύ ξεθέωμα ήτανε τω χτημάτων
Απού ξεκατινιάζουνταν στσι γομαρές ‘πο κάτω