| ||
Οι ελαιοπαραγωγοί έχοντας άμεση ανάγκη μετρητών χρημάτων λόγω καθημερινών αναγκών ή ανειλημμένων υποχρεώσεων με την έναρξη της συγκομιδής, πουλούσαν μεγάλο μέρος της παραγωγής τους πρώτους μήνες του έτους σε πολύ χαμηλές τιμές. Το κύκλωμα εμπορίου, που περιελάμβανε τους μεγαλέμπορους και εξαγωγείς λαδιού φρόντιζε, ώστε η περίοδος αυξημένων τιμών να έρθει αργότερα, όταν τα αποθέματα των μικρών παραγωγών θα έχουν εξαντληθεί.
Ο ελαιοπαραγωγός, έχοντας ανάγκη χρημάτων και μην μπορώντας, συχνά, νΆ αποθηκεύσει τη σοδειά στις αποθήκες του, μετέφερε το λάδι στις αποθήκες των λαδεμπόρων, όπου, αφού το ζύγιζαν και μετρούσαν την οξύτητά του, έπαιρνε απόδειξη για την ποσότητα και την οξύτητα, χωρίς όμως να προβεί στην τελική πράξη πώλησης και την είσπραξη του αντιτίμου με την τιμή της ημέρας. Συνήθως, έπαιρνε, έναντι ένα ποσό πάντοτε λιγότερο από την αξία του προϊόντος. Το λάδι παρέμενε στη χρήση του εμπόρου, ατόκως, μέχρι τη στιγμή, που ο παραγωγός θα εκδήλωνε την πρόθεσή του να “κόψει” το λάδι, δηλαδή να προβεί στην πράξη πώλησης στον έμπορο με την τιμή πώλησης της ημέρας.