| ||

Όταν ετέλειωνε η επεξεργασία του ελαιοκάρπου ενός παραγωγού και μαζεύανε το λάδι από τη δεξαμενή, έμενε μια μικρή ποσότητα (λαδιού), που έπλεγε στα νερόλαδα, η οποία δεν μπορούσε να μαζευτεί. Αυτό το λάδι μαζί με νερόλαδα το βάζανε σε μια διπλανή δεξαμενή, ή σΆ ένα πιθάρι, και μετά από αρκετές βγαρμασιές μαζευότανε μια παχύρευστη μάζα από λάδι και άλλες προσμίξεις (του αλεσμένου ελαιοκάρπου), που έπλεγε τα νερόλαδα. Αυτή η μάζα ήταν οι κατσίγαροι. ΓιΆ αυτό τη δεξαμενή (ή το πιθάρι), που χρησιμοποιούσαν για να μαζέψουν τους κατσίγαρους τη λέγανε κατσιγαριάρη. Ο κατσιγαριάρης, δεξαμενή ή πιθάρι, είχε μία τρύπα κοντά στον πάτο, που την κλείνανε με μια κάνουλα στη δεξαμενή ή με ένα άλλο ξύλινο πίρο στο πιθάρι. Πότε-πότε ανοίγανε την κάνουλα ή βγάζανε τον πίρο του κατσιγαριάρη και φεύγανε τα πολλά νερόλαδα και μένανε οι κατσίγαροι. Όταν εγέμιζε το πιθάρι με κατσιγάρους χρησιμοποιούσαν άλλο πιθάρι.